γελως

γελως
    γέλως
    -ωτος ὅ (dat. γέλωτι - эп. γέλῳ или γέλω, acc. γέλωτα - эп. γέλω, поэт. γέλων; gen. pl. γελώτων)
    1) смех
    

(ἄσβεστος Hom.; πολύς Xen.; ἰσχυρός Plat.; μῶρος Plut.)

    γέλωτα (γέλων) παρέχειν Hom., Xen., τιθέναι Eur., κινεῖν Xen., ποιεῖν Xen., Plat. и παρασκευάζειν Plat. — возбуждать или вызывать смех;
    σὺν γέλωτι Xen., ἅμα γέλωτι Plat. и μετὰ γέλωτος Plut. — со смехом, смеясь;
    ἐπὴ γέλωτι Her., Arph. — для смеха, шутки ради;
    ἐν γέλωτι Plut. — в шутку;
    γέλωτ΄ ὀφλήσειν Arph. — навлечь на себя насмешки

    2) предмет насмешек, посмешище
    

γέλωτά τινα (τι) τίθεσθαι Her. или ἀποδεῖξαι Plat., εἰς (ἐς) γέλωτά τι τρέπειν Arph. или ἐμβαλεῖν Dem. и ἐν γέλωτι ποιεῖσθαί τι Luc. — сделать кого(что)-л. посмешищем, поднять кого(что)-л. на смех;

    πλείων ἐστὴ γ. τοῦ μηδενός Dem. — смехотворнее этого нет ничего;
    γ. ἐγὼ γένωμαι τῷδε Soph. — он стал бы смеяться надо мной


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Полезное


Смотреть что такое "γελως" в других словарях:

  • γέλως — ( ωτος), ο (AM γέλως) 1. το γέλιο για δήλωση χαράς, ειρωνείας ή σαρκασμού 2. ο ήχος που αναδίδεται από το γέλιο 3. αιτία, λόγος που προκαλεί γέλιο 4. κοιλότητα που σχηματίζεται στα μάγουλα κατά το γέλιο, κοινώς λακκάκι 5. φρ. α) «Σαρδόνιος γέλως» …   Dictionary of Greek

  • γέλως — γέλω̆ς , γέλως laughter masc acc pl γέλω̆ς , γέλως laughter masc nom sg γέλως laughter masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαρδώνιος γέλως. — σαρδώνιος γέλως. См. Сардонический смех …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἄσβεστος γέλως. — ἄσβεστος γέλως. См. Гомерический смех …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Σαρδόνιος γέλως — (σαρδόνιο γέλιο). Η φράση προέρχεται από το φυτό sardonia herba (χόρτο της Σαρδηνίας). Οι παλιότεροι πίστευαν πως το φυτό αυτό προκαλούσε νευρικό γέλιο. Γι’ αυτό και σ.γ. σημαίνει πικρό ή ειρωνικό γέλιο …   Dictionary of Greek

  • γέλω — γέλως laughter dat sg (epic) γέλως laughter masc dat sg γέλω̆ , γέλως laughter masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γελώτοιν — γέλως laughter masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γελώτων — γέλως laughter masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γέλωσι — γέλως laughter masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γέλωσιν — γέλως laughter masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γέλωτα — γέλως laughter masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»